Home
Wirenet Communications

Αιθέρας και
Μαγνητικό
πεδίο

Γαλιλαίος και Αϊνστάιν
είναι λάθος!

Αρχή της
Ισοδυναμίας

Αιθέρας και
Αρχή της
Ισοδυναμίας

Η απόδειξη
της μετακίνησης
του Περιηλίου
του Πλανήτη
Ερμή


Ανοικτή
Επιστολή
 

Η
Ηλεκτρο
βαρυτική
Θεωρία Ι

Η
Ηλεκτρο
βαρυτική
Θεωρία ΙI

Η
Ηλεκτρο
βαρυτική
Θεωρία ΙII

Η
Ηλεκτρο
βαρυτική
Θεωρία ΙV

Η
Ηλεκτρο
βαρυτική
Θεωρία V

Μαθηματικά
Η Γενικευμενη
Γεωμετρία

Μαθηματικά
Βαθμίδας

Video 01

Video 02


Αιθέρας
και
Φως

 


Πείραμα 21
Πειραματική
Επαλήθευση

 


Πείραμα 22
Πειραματική
Επαλήθευση

 


Τα λάθη
του Einstein

 


Το πρόβλημα
του  σφαιρικου
φλοίου

 

Ανακεφα-
λαίωση


ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ
Συντηξη:
Η μηχανή
“ΖΕΥΣ”

 


ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ
Οι
Εφευρέσεις ΧΤ

 

Ο νόμος της
παγκόσμιας
έλξης του
Νέυτωνα.
(Μαθηματική
απόδειξη)


CERN/OPERA
IKARUS
TSOLKAS

 

AIΘΕΡΟ
ΗΛΕΚΤΡΟ
ΔΥΝΑΜΙΚΗ
(ΕΕD)

Θεωρία
Σχετικό
τητας,
ΤΕΛΟΣ!

ΤΟ ΠΕΙΡΑΜΑ ΤΟΥ ΠΥΡΑΥΛΟΥ
1. «Ομογενές» πεδίο βαρύτητας

Ας υποθέσουμε σχ. 1 ότι, έχουμε ένα σώμα μάζας Μ και ακτίνας R

σχ. 1

Όπως είναι γνωστό, το πεδίο βαρύτητας της μάζας Μ, (τόσο από γεωμετρικής όσο και από δυναμικής άποψης) δεν μπορεί ποτέ να είναι ομογενές, σχ. 1.
Σε ορισμένες όμως περιπτώσεις το πεδίο βαρύτητας της μάζας Μ, δύναται να θεωρηθεί «τοπικά» κατά μεγάλη προσέγγιση ό,τι είναι ομογενές.
Έτσι π.χ. σε μια απόσταση h κοντά στην επιφάνεια της μάζας Μ, για την οποία ισχύει η σχέση:

Το πεδίο βαρύτητας της μάζας Μ δύναται να θεωρηθεί «τοπικά» ομογενές, με την έννοια ότι, οι δυναμικές γραμμές του είναι παράλληλες και η ένταση του g είναι σταθερή από την επιφάνεια της μάζας Μ, μέχρι το ύψος h.
Έτσι, π.χ. σε ένα ουράνιο σώμα μάζας Μ και ακτίνας R = 6000 km το πεδίο βαρύτητας σε ένα ύψος h = 100 m από την επιφάνεια του, δύναται κατά μεγάλη προσέγγιση να θεωρηθεί ομογενές, διότι με βάση τη σχέση (1) είναι:

ήτοι,

ΑΞΙΟΣΗΜΕΙΩΤΗ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

Όπως παρατηρούμε, το ομογενές πεδίο ενός σώματος μάζας Μ και ακτίνας R, έχει σχέση μόνο την ακτίνα R και ποτέ με τη μάζα Μ του σώματος αυτού.

2. Ελεύθερη πτώση ενός σώματος μέσα σε ένα ομογενές πεδίο βαρύτητας

Ας υποθέσουμε σχ. 2 ότι, έχουμε ένα σώμα μάζας Μ και ακτίνας R.

σχ. 2

Σε ένα ύψος h, τοποθετούμε μία σημειακή μάζα m.
Αφήνουμε τώρα τις δύο μάζες m και Μ να κινηθούν ελεύθερα υπό την επίδραση της δύναμης της παγκόσμιας έλξης.
Στην περίπτωση αυτή η μάζα m θα πέφτει ελεύθερα προς τη μάζα Μ και η μάζα Μ θα πέφτει ελεύθερα προς τη μάζα m.
Έστω ότι, κατά την στιγμή της σύγκρουσης των δύο μαζών m και Μ, υ είναι η ταχύτητα της μάζας m και V είναι η ταχύτητα της μάζας Μ, ως προς ένα αδρανειακό παρατηρητή O’.
Έτσι λοιπόν, στο σύστημα των δύο σωμάτων m – M, εφαρμόζοντας την αρχή της διατήρησης της ενέργειας και την αρχή της διατήρησης της ορμής, έχουμε:

Όπου G είναι η σταθερά της παγκόσμιας έλξης και οι αριθμοί h, R, υ ,V είναι θετικοί.
Λύνοντας το σύστημα των εξισώσεων (2), ως προς υ και V, έχουμε:

Οι σχέσεις (2.1) είναι μεγάλης φυσικής σημασίας, διότι εκφράζουν την ελεύθερη πτώση της μάζας m μέσα στο μη- ομογενές πεδίο βαρύτητας της μάζας Μ.

Τοποθετούμε τώρα τη μάζα m σε ένα ύψος h για το οποίο ισχύει η σχέση:

στη περίπτωση αυτή το πεδίο βαρύτητας της μάζας Μ από την επιφάνεια της μέχρι το ύψος h, δύναται κατά μεγάλη προσέγγιση να θεωρηθεί ομογενές, σταθερής έντασης g, όπως αναφέραμε στα προηγούμενα.
Έτσι, λοιπόν, από τη σχέση (2.2), έχουμε:

Με βάση τη σχέση (2.3), οι σχέσεις (2.1), μας δίδουν κατά πολύ μεγάλη προσέγγιση:

Επειδή όμως, η ένταση g του ομογενούς πεδίου, βαρύτητας της μάζας M, από την επιφάνεια της μέχρι το ύψος h, θεωρείται σταθερή θα έχουμε:

Έτσι, με βάση τη σχέση (2.5), οι σχέσεις (2.4), μας δίδουν κατά πολύ μεγάλη προσέγγιση:

Όπως παρατηρούμε στις σχέσεις (2.6) η ταχύτητα υ είναι συνάρτηση της μάζας m και η ταχύτητα V είναι συνάρτηση της μάζας Μ, θεωρώντας προφανώς σταθερά τα μεγέθη g και h.
Οι σχέσεις (2.6) είναι μεγάλης φυσικής σημασίας, διότι εκφράζουν την ελεύθερη πτώση της μάζας m μέσα στο ομογενές πεδίο βαρύτητας της μάζας Μ.
Στις σχέσεις (2.6), εάν θεωρήσουμε ότι η μάζα m είναι πάρα πολύ μικρότερη σχετικά με τη μάζα Μ, ήτοι:

τότε οι σχέσεις (2.6) μας δίδουν:

Οι σχέσεις (2.7), είναι οι γνωστές μας σχέσεις της Στοιχειώδους Μηχανικής.
Όπως παρατηρούμε, οι σχέσεις (2.7) είναι ανεξάρτητες από τη μάζα m του σώματος, το οποίο πέφτει ελεύθερα μέσα στο ομογενές πεδίο βαρύτητας της μάζας Μ.
Προφανώς, οι σχέσεις (2.7) εκφράζουν τον γνωστό, λανθασμένο νόμο της ελεύθερης πτώσης των σωμάτων του Γαλιλαίου.
Όπως παρατηρούμε, το συμπέρασμα των σχέσεων (2.1) και (2.6) σε πλήρη αντίθεση με το νόμο της ελεύθερης πτώσης των σωμάτων, του Γαλιλαίου ο οποίος ως γνωστό μας λέει ότι:
Η ταχύτητα των σωμάτων, τα οποία πέφτουν ελεύθερα μέσα στο πεδίο βαρύτητας μιας μάζας Μ, είναι ανεξάρτητη από τη μάζα του σώματος το οποίο πέφτει. Δηλαδή ότι, όλα τα σώματα πέφτουν με την ίδια ταχύτητα μέσα στο πεδίο βαρύτητας μιας μάζας Μ, ανεξάρτητα πόσο μεγάλη ή μικρή είναι η μάζα τους.
Προφανώς, αυτό που ισχυρίζεται ο Γαλιλαίος (και ο Einstein) είναι μεγάλο λάθος, διότι:
ΝΟΜΟΣ: Η ταχύτητα των σωμάτων τα οποία πέφτουν ελεύθερα μέσα στο πεδίο βαρύτητας μιας μάζας Μ, είναι πάντοτε συνάρτηση της μάζας των σωμάτων αυτών, είτε το πεδίο βαρύτητας της μάζας Μ είναι μη- ομογενές σχέσεις (2.1), είτε θεωρηθεί ομογενές (σε μια μικρή απόσταση h κοντά στην επιφάνεια της μάζας Μ, σχέσεις (2.6)).
Με την ίδια ταχύτητα, στα παραπάνω βαρυτικά πεδία (μη – ομογενή ή ομογενή), πέφτουν μόνο οι ίσες μάζες και σε καμία απολύτως περίπτωση οι άνισες μάζες.
Δηλαδή, με απλά λόγια, είναι μεγάλο λάθος να πιστεύουμε ότι, «όλα τα σώματα (ανεξάρτητα από τη μάζα τους την οποία έχουν), πέφτουν με την ίδια ταχύτητα» μέσα σε ένα ομογενές πεδίο βαρύτητας.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ:
Οι σχέσεις (2.6) προκύπτουν και από τις σχέσεις:

εφαρμόζοντας την αρχή της διατήρησης της ενέργειας και την αρχή της διατήρησης της ορμής στο σύστημα των δυο σωμάτων m – Μ του σχ. 2.
Λύνοντας το σύστημα των εξισώσεων (2.8), ως προς υ και V, προκύπτουν οι σχέσεις (2.6).
Στο σημείο αυτό, θα πρέπει να τονίσουμε ότι, σε ένα σύστημα δύο σωμάτων m – M , σχ.2 οι σχέσεις (2.8) ισχύουν μόνο με τον περιορισμό, όταν είναι:

ήτοι, π.χ. όταν η μάζα m, βρίσκεται μέσα στο ομογενές πεδίο της μάζας Μ) και προφανώς οι σχέσεις (2.8) δεν ισχύουν ποτέ για οποιοδήποτε h. Αυτό είναι ένα πολύ «λεπτό σημείο», το οποίο πρέπει να προσέχουμε, όταν αναφερόμαστε στις σχέσεις (2.8).

ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΩΣΗ

Μετά από αυτά που αναφέραμε παραπάνω, σε ένα σύστημα δύο σωμάτων m – M και θεωρώντας π.χ. την μάζα m, ως σημειακή σχ.2, έχουμε:

1. Οι σχέσεις (2.1), ισχύουν για οποιεσδήποτε μάζες m και Μ και για οποιοδήποτε h.
2.
Οι σχέσεις (2.6) ισχύουν μόνο με τον περιορισμό, όταν είναι:

   ήτοι, όταν η μάζα m βρίσκεται μέσα στο ομογενές πεδίο της μάζας Μ.
3. Οι σχέσεις (2.7) ισχύουν μόνο με τον περιορισμό, όταν είναι:

και

    ήτοι, όταν η μάζα m βρίσκεται μέσα στο ομογενές πεδίο της μάζας Μ και συγχρόνως η μάζα m να είναι πάρα πολύ μικρότερη από τη μάζα Μ, όπως π.χ. συμβαίνει με το πείραμα του Γαλιλαίου (του κεκλισμένου Πύργου της Πίζας).

3. Το πρόβλημα

Ας υποθέσουμε ότι, έχουμε ένα πύραυλο S, εντός του οποίου βρίσκεται ένας αστροναύτης Ο.
Λέμε λοιπόν στον αστροναύτη Ο:
Σου κάνουμε γνωστό, ότι ο πύραυλος σου S θα κινηθεί σε μία από τις παρακάτω δύο φάσεις, ήτοι:
ΦΑΣΗ Ι:
Ο πύραυλος σου S θα κινείται με ομαλώς επιταχυνόμενη κίνηση με μια σταθερή επιτάχυνση γ, ως προς ένα αδρανειακό παρατηρητή , σχ. 3(α), ή
ΦΑΣΗ ΙΙ: Ο πύραυλος σου S θα τοποθετηθεί ακίνητος (προσεδαφισμένος) στην επιφάνεια ενός ουράνιου σώματος μάζας Μ και ακτίνας R.
Στην περίπτωση αυτή να θεωρήσεις το πεδίο βαρύτητας μέσα στο θάλαμό σου, ότι είναι ομογενές και έχει σταθερή ένταση g, σχ. 3 (b).

σχ.3

Στη συνέχεια, θέτουμε στον αστροναύτη Ο το παρακάτω πρόβλημα:
Μέσα στο θάλαμό σου που είσαι, μπορείς εκτελώντας διάφορα πειράματα Μηχανικής να μας αποδείξεις σε ποια από τις παραπάνω δύο φάσεις (Φάση Ι ή Φάση ΙΙ), βρίσκεται ο πύραυλός σου;
Αυτό είναι λοιπόν το πρόβλημα, το οποίο θέτουμε στον αστροναύτη Ο.

4.Τα πειράματα του αστροναύτη

Ο αστροναύτης Ο, προκειμένου να μας αποδείξει σε ποια από τις δύο φάσεις (Φάση ή Φάση ΙΙ) βρίσκεται ο πύραυλός του, ενεργεί ως εξής:

a. Η συσκευή μέτρησης των ταχυτήτων

Κατ’ αρχήν, ο αστροναύτης Ο τοποθετεί πλησίον του δαπέδου CD του θαλάμου του μια συσκευή Ε η οποία εκπέμπει π.χ. δύο παράλληλες ακτίνες Laser L1 και L2. Οι παράλληλες αυτές ακτίνες Laser, απέχουν μεταξύ τους μια μικρή απόσταση d και είναι παράλληλες προς το δάπεδο CD του θαλάμου. Οι ακτίνες L1 και L2 συνδέονται π.χ. με ένα παλμογράφο, ο οποίος παίζει ρόλο χρονομέτρου.
Επίσης, οι ακτίνες L1 και L2 διακόπτονται κατά την πτώση π.χ. μιας μάζας m, καταγράφοντας στον παλμογράφο (χρονόμετρο), το χρόνο που έκανε η μάζα αυτή m να διανύσει την απόσταση d μεταξύ των παράλληλων αυτών ακτινών L1 και L2 .
Έτσι, λοιπόν με τον τρόπο αυτό ο αστροναύτης Ο, μετρά την ταχύτητα υ με την οποία πέφτει στο δάπεδο CD μια μάζα m, η οποία αφέθηκε να πέσει ελεύθερα από την οροφή ΑΒ του θαλάμου του. Η ταχύτητα υ υπολογίζεται από τη σχέση:

όπου, t είναι ο χρόνος που κατέγραψε ο παλμογράφος (χρονόμετρο), όταν η μάζα m διέτρεξε την γνωστή απόσταση d μεταξύ των δύο παράλληλων ακτίνων Laser L1 και L2.

b. Η εκτέλεση των πειραμάτων

Ο αστροναύτης Ο, μετά την τοποθέτηση της συσκευής Ε της μέτρησης των ταχυτήτων, που περιγράψαμε παραπάνω, εκτελεί τώρα τα παρακάτω πειράματα:
Κατ’ αρχήν, αφήνει να πέσει ελεύθερα από την οροφή ΑΒ του θαλάμου του μια μάζα m1, και με τη συσκευή Ε (σύμφωνα με τη σχέση (a)), μετρά την ταχύτητα υ1 με την οποία πέφτει στο δάπεδο CD του θαλάμου του, η μάζα αυτή m1.
Κατόπιν, επαναλαμβάνει το ίδιο ακριβώς πείραμα με μια άλλη διαφορετική μάζα m2, (m1<m2) και μετρά πάλι με τη συσκευή Ε την ταχύτητα υ2 με την οποία πέφτει στο δάπεδο CD του θαλάμου η μάζα αυτή m2.
Δηλαδή ο αστροναύτης Ο, αφήνει τις δυο μάζες m1 και m2 να πέσουν χωριστά (πρώτα η μάζα m1 και κατόπιν επαναλαμβάνει το ίδιο και για τη μάζα m2) και δεν αφήνει να πέσουν ταυτόχρονα από την οροφή του θαλάμου και οι δυο μαζί οι μάζες m1 και m2.
Ο αστροναύτης Ο, συγκρίνει τώρα τις δυο ταχύτητες υ1 και υ2 των μαζών m1 και m2 και συμπεραίνει, ότι:

  • Εάν, οι ταχύτητες υ1 και υ2 είναι ίσες, τότε ο πύραυλός του S, βρίσκεται στη Φάση Ι.
    Το συμπέρασμα αυτό ο αστροναύτης Ο το στηρίζει στην θεμελιώδη ιδιότητα των επιταχυνόμενων συστημάτων αναφοράς να προσδίδουν σε όλα τα σώματα (ανεξάρτητα από την μάζα τους την ίδια επιτάχυνση συνεπώς και ταχύτητα).
  • Αντίθετα τώρα, εάν οι ταχύτητες υ1 και υ2 είναι άνισες και συγκεκριμένα είναι υ1 > υ2, τότε ο πύραυλος S, βρίσκεται στη Φάση ΙΙ.
    Το συμπέρασμα αυτό ο αστροναύτης Ο το στηρίζει στην πρώτη των σχέσεων (2.6).

Συνεπώς, τα συμπεράσματα Α και Β που αναφέραμε παραπάνω, είναι η απάντηση του αστροναύτη Ο στο πρόβλημα που του θέσαμε.
Προφανώς, η απάντηση αυτή του αστροναύτη Ο, είναι ορθή και συμφωνεί με την πραγματικότητα, σε ότι αφορά τη Φάση (Φάση Ι ή Φάση ΙΙ) στην οποία βρίσκεται ο πύραυλος S.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ:

  • Το σώμα μάζας Μ και ακτίνας R, που αναφέραμε παραπάνω μπορεί π.χ. να είναι:
    1. Ένα μπαλόνι γεμάτο αέρα, ακτίνας π.χ. R=6000 km.
    2. Μια σφαίρα, η οποία αποτελείται από φελλό ή από σίδηρο ακτίνας π.χ. R=2000 km.
    3. Ένας μικρός αστεροειδής, η Σελήνη, η Γη, ένας πλανήτης, κ.λ.π., κ.λ.π.
  • Οι μάζες m1 και m2 τις οποίες χρησιμοποιεί ο αστροναύτης Ο στα πειράματα, τα οποία εκτελεί μέσα στο θάλαμο του, μπορεί π.χ. να είναι:
    1. Μια μικρή σφαίρα από φελλό, διαμέτρου π.χ. D=1 cm.
    2.
    Μια σφαίρα από σίδηρο, διαμέτρου π.χ. D=50 cm.
    3. Μια σφαίρα, η οποία αποτελείται από την ύλη ενός αστέρα νετρονίων (η πυκνότητα της οποίας ως γνωστό, είναι ), διαμέτρου π.χ. D=10 cm, κ.λ.π., κ.λ.π.
  • Το ύψος h του θαλάμου του αστροναύτη είναι μικρό της τάξεως μερικών μέτρων π.χ. h = 10 m (μικρότερο ή μεγαλύτερο) ούτως ώστε, το πεδίο βαρύτητας της μάζας Μ που θα υπάρχει, μέσα στο θάλαμο του αστροναύτη να θεωρείται κατά μεγάλη προσέγγιση ομογενές (για το παραπάνω αριθμητικό παράδειγμα Ι), σύμφωνα με την «αξιοσημείωτη σημείωση», που αναφέραμε στην αρχή της εργασίας μας.

5. Διάφορα άλλα συμπεράσματα του αστροναύτη

Ο αστροναύτης Ο μετά την παραπάνω ορθή απάντηση που έδωσε στο πρόβλημα που του θέσαμε, προχωρεί τώρα ακόμη περισσότερο και σε διάφορα άλλα συμπεράσματα, σχετικά με τη Φάση (Φάση Ι ή Φάση ΙΙ) στην οποία βρίσκεται ο πύραυλος του S
Οι συλλογισμοί του αστροναύτη Ο, είναι οι εξής:
Λέει ο αστροναύτης Ο:

    a. Σύμφωνα με τα παραπάνω, εάν καταλήξω στο συμπέρασμα (b.A) τότε, τοποθετώντας ένα δυναμόμετρο D στην οροφή του θαλάμου μου, μπορώ να υπολογίσω την επιτάχυνση γ με την οποία κινείται ο πύραυλός μου, ως προς τον αδρανειακό παρατηρητή O’, ήτοι θα είναι:

    όπου F είναι η ένδειξη του δυναμόμετρου D και m είναι μια γνωστή μάζα στερεωμένη στο άκρο του ελατηρίου του δυναμομέτρου.
    Καθότι, το πεδίο των αδρανειακών δυνάμεων που υπάρχει μέσα στο θάλαμό μου είναι ομογενές, με σταθερή ένταση g’, (g’=γ).
    b. Εάν όμως (λέει ο αστροναύτης Ο) καταλήξω στο συμπέρασμα (b.B), επειδή το πεδίο βαρύτητας το οποίο υπάρχει μέσα στο θάλαμο μου, είναι ομογενές με σταθερή ένταση g, τότε ενεργώ ως εξής:
    Αφού με την βοήθεια της συσκευής Ε, γνωρίζω τις ταχύτητες υ1 και υ2 των μαζών m1 και m2, που πέφτουν στο δάπεδο CD του θαλάμου μου θα γνωρίζω προφανώς και το λόγο k και αυτών, ήτοι:

    Έτσι λοιπόν, από τη πρώτη των σχέσεων (2.6) η ταχύτητα υ1 της μάζας m1, είναι:

    και η ταχύτητα υ2 της μάζας m2, είναι:

    Από τις σχέσεις (5) και (6), επειδή είναι m1<m2, προκύπτει ότι υ1 > υ2.

Διαιρώντας τώρα κατά μέλη τις σχέσεις (5) και (6) έχουμε:

Και με βάση τη σχέση (4), η σχέση (7) δίδει:

Στη σχέση (8), επειδή τα m1, m2, k είναι γνωστά, ο αστροναύτης Ο γνωρίζει και τη μάζα Μ του ουρανίου σώματος στην οποία βρίσκεται προσεδαφισμένος ο πύραυλος του S.

Επίσης, από την πρώτη των σχέσεων (2.6), είναι

ή

Αντικαθιστώντας τώρα το Μ της σχέσης (8) στη σχέση (9), προκύπτει:

Στη σχέση (10), όλα τα μεγέθη υ1, h, m1, k είναι γνωστά.
Συνεπώς από τη σχέση (10) ο αστροναύτης Ο, γνωρίζει και την ένταση g του ομογενούς πεδίου βαρύτητας της μάζας Μ, επάνω στην οποία βρίσκεται προσεδαφισμένος ο πύραυλος του S.
Τέλος από τη σχέση:

Έχουμε:

Όπου G είναι η σταθερά της παγκόσμιας έλξης.
Αντικαθιστώντας τώρα στη σχέση (12) τα Μ και g που δίδονται από τις σχέσεις (8) και (10) προκύπτει:

Στη σχέση (13) όλα τα μεγέθη G, h, υ1, m1 , m2, k είναι γνωστά. Συνεπώς με βάση τη σχέση (13) ο αστροναύτης Ο, γνωρίζει και την ακτίνα R της μάζας Μ, επάνω στην οποία βρίσκεται προσεδαφισμένος ο πύραυλος του S.
Μετά λοιπόν από όλα αυτά που αναφέραμε παραπάνω, σχετικά με το πείραμα του πύραυλου, καταλήγαμε στο παρακάτω βασικό συμπέρασμα:

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ Ι

Ένα ομογενές πεδίο βαρύτητας έντασης g, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να είναι ισοδύναμο με ένα ομογενές πεδίο αδρανειακών δυνάμεων επιτάχυνσης γ, (γ= g).

Δηλαδή με απλά λόγια:
Ένας παρατηρητής Ο, ο οποίος βρίσκεται μέσα σε ένα θάλαμο S (εκτελώντας διάφορα πειράματα Μηχανικής), εύκολα μπορεί να διαπιστώσει: Εάν ο θάλαμος του κινείται με ομαλώς επιταχυνόμενη κίνηση με σταθερή επιτάχυνση γ, ως προς ένα αδρανειακό παρατηρητή O’ ή ο θάλαμός του είναι, ακίνητος μέσα σε ένα ομογενές πεδίο βαρύτητας σταθερής έντασης g, μιας μάζας Μ , η οποία βρίσκεται έξω από το θάλαμό του.
Άρα λοιπόν, σύμφωνα με το παραπάνω συμπέρασμα, η «αρχή της ισοδυναμίας» της Γενικής θεωρίας της Σχετικότητας θα πρέπει να θεωρηθεί, ως απολύτως λανθασμένη.

ΕΝΑ ΑΛΛΟ ΛΑΘΟΣ ΤΟΥ EINSTEIN…

Όπως είναι γνωστό, ο Einstein στην «αρχή της ισοδυναμίας» (ασθενής αρχή της ισοδυναμίας), ισχυρίζεται, ότι:
«Ένα σύστημα αναφοράς S (π.χ. ένα ασανσέρ), το οποίο πέφτει ελεύθερα μέσα στο πεδίο βαρύτητας μιας μάζας Μ, είναι τοπικά ισοδύναμο με ένα αδρανειακό σύστημα αναφοράς».
Όμως, αυτά που ισχυρίζεται παραπάνω ο Einstein είναι λάθος, διότι: Ας υποθέσουμε σχ. 4 ότι, έχουμε ένα σφαιρικό φλοιό (π.χ. ένα σφαιρικό ασανσέρ), μάζας m1 και ακτίνας R, ο οποίος πέφτει ελεύθερα από ένα ύψος h, μέσα στο πεδίο βαρύτητας μιας μάζας Μ. Ένας παρατηρητής Ο, ο οποίος βρίσκεται μέσα ασανσέρ τοποθετεί μία μάζα m2, (m1<m2 ) στο κέντρο Κ του θαλάμου του σφαιρικού ασανσέρ.

Εάν τώρα αυτά που ισχυρίζεται σχ. 4 παραπάνω ο Einstein για την «αρχή της ισοδυναμίας» είναι ορθά, τότε κατά την ελεύθερη πτώση του ασανσέρ, μέσα στο πεδίο βαρύτητας της μάζας Μ η μάζα m2, θα πρέπει να παραμένει πάντοτε στο κέντρο Κ του θαλάμου του ασανσέρ, (όπως δηλαδή θα συνέβαινε, εάν το ασανσέρ ήταν ένα αδρανειακό σύστημα αναφοράς S, μακριά από πεδία βαρύτητας).
Αλλά όμως, όπως αποδείξαμε σε προηγούμενο κεφάλαιο της εργασίας μας (Βλέπε, www.tsolkas.gr, link: «Γαλιλαίος και Αϊνστάιν, είναι λάθος», η μάζα m1 του σφαιρικού ασανσέρ πέφτει με μεγαλύτερη ταχύτητα υ1 από την ταχύτητα υ2 της μάζας m2, ως προς ένα αδρανειακό παρατηρητή O’.
Συνεπώς, ο παρατηρητής Ο , ο οποίος βρίσκεται μέσα στο ασανσέρ θα βλέπει τη μάζα m2 να μετακινείται από το κέντρο Κ προς την «οροφή» του θαλάμου κατά την ελεύθερη πτώση του ασανσέρ, μέσα στο πεδίο βαρύτητας της μάζας Μ.
Μετά λοιπόν από αυτά που αναφέραμε παραπάνω, καταλήγουμε στο παρακάτω βασικό συμπέρασμα.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ ΙΙ

Ένα σύστημα αναφοράς S, το οποίο πέφτει ελεύθερα μέσα στο μη – ομογενές ή ομογενές πεδίο βαρύτητας μιας μάζας Μ δεν μπορεί ποτέ να είναι τοπικά ισοδύναμο με ένα αδρανειακό σύστημα αναφοράς.

Δηλαδή με απλά λόγια:
Ένας παρατηρητής Ο, που βρίσκεται μέσα σε ένα σύστημα αναφοράς S, το οποίο πέφτει ελεύθερα μέσα στο πεδίο βαρύτητας μιας μάζας Μ, εκτελώντας διάφορα πειράματα Μηχανικής (όπως π.χ. τη μάζα m2 την οποία τοποθέτησε στο κέντρο Κ του σφαιρικού ασανσέρ, που αναφέραμε παραπάνω), μπορεί εύκολα να διαπιστώσει, εάν το σύστημα αναφοράς του πέφτει ελεύθερα μέσα στο πεδίο βαρύτητας μιας μάζας Μ ή εάν, το σύστημα αναφοράς του S’, είναι ένα αδρανειακό σύστημα αναφοράς, μακριά από πεδία βαρύτητας.
Συγκεκριμένα, στο παραπάνω παράδειγμά μας:

  1. Εάν, η μάζα m2, παραμένει πάντοτε στο κέντρο Κ του θαλάμου του σφαιρικού ασανσέρ, τότε ο παρατηρητής Ο, ο οποίος βρίσκεται μέσα στο ασανσέρ θα γνωρίζει, ότι ο θάλαμος του είναι ένα αδρανειακό σύστημα αναφοράς, μακριά από πεδίο βαρύτητας.
  2. Εάν η μάζα m2, μετακινηθεί από το κέντρο Κ του θαλάμου του σφαιρικού ασανσέρ, τότε ο παρατηρητής Ο, ο οποίος βρίσκεται μέσα στο ασανσέρ θα γνώριζε ότι, ο θάλαμος του είναι ένα σύστημα αναφοράς S το οποίο πέφτει ελεύθερα μέσα στο πεδίο βαρύτητας μιας μάζας Μ , η οποία βρίσκεται έξω από το θάλαμό του.

Άρα λοιπόν, σύμφωνα με αυτά που αναφέραμε παραπάνω, η «αρχή της ισοδυναμίας» της Γενικής Θεωρίας της Σχετικότητας θα πρέπει να θεωρηθεί, ως μία απολύτως λανθασμένη αρχή της Φυσικής.

ΜΙΑ ΕΡΩΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ «ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΙΣΟΔΥΝΑΜΙΑΣ»…

Όπως είναι γνωστό ο Einstein στην «ισχυρή αρχή της ισοδυναμίας» δέχεται ότι: «Όλα τα σώματα (ανεξάρτητα από τη μάζα τους), πέφτουν με την ίδια ταχύτητα μέσα στο πεδίο βαρύτητας μιας μάζας Μ», (Βλέπε, http://www.tsolkas.gr/forums/Cliff.jpg),book: Clifford M. Will, “Was Einstein right?”.
ΕΡΩΤΗΣΗ: Μπορεί ο «Einstein» (οι ρελατιβιστές) να μας παρουσιάσουν την μαθηματική σχέση, σύμφωνα με την οποία προκύπτει το παραπάνω αυτό συμπέρασμα;
Ποια είναι, η μαθηματική αυτή σχέση;
Ας την παρουσιάσουν λοιπόν, ο «Einstein» (οι ρελατιβιστές) την μαθηματική αυτή σχέση, προκειμένου να την δούμε και να την κρίνουμε.

ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΩΣΗ

Μετά από όλα αυτά που αναφέραμε στην εργασία μας αυτή και με βάση το Συμπέρασμα Ι και Συμπέρασμα ΙΙ, αποδεικνύεται πλέον καθαρά και με αδιαμφισβήτητο τρόπο ότι, η «αρχή της ισοδυναμίας» (ασθενής και ισχυρή αρχή της ισοδυναμίας) είναι μία εντελώς λανθασμένη αρχή της Φυσικής.

Συνεπώς, και η Γενική Θεωρία της Σχετικότητας (η οποία ως γνωστό βασίζεται στην «αρχή της ισοδυναμίας») θα πρέπει και αυτή να θεωρηθεί, ως μία απολύτως λανθασμένη Θεωρία της Φυσικής.

©  Copyright 2001 Tsolkas Christos.  Web design by Wirenet Communications