Home
Wirenet Communications

Αιθέρας και
Μαγνητικό
πεδίο

Γαλιλαίος και Αϊνστάιν
είναι λάθος!

Αρχή της
Ισοδυναμίας

Αιθέρας και
Αρχή της
Ισοδυναμίας

Η απόδειξη
της μετακίνησης
του Περιηλίου
του Πλανήτη
Ερμή


Ανοικτή
Επιστολή
 

Η
Ηλεκτρο
βαρυτική
Θεωρία Ι

Η
Ηλεκτρο
βαρυτική
Θεωρία ΙI

Η
Ηλεκτρο
βαρυτική
Θεωρία ΙII

Η
Ηλεκτρο
βαρυτική
Θεωρία ΙV

Η
Ηλεκτρο
βαρυτική
Θεωρία V

Μαθηματικά
Η Γενικευμενη
Γεωμετρία

Μαθηματικά
Βαθμίδας

Video 01

Video 02


Αιθέρας
και
Φως

 


Πείραμα 21
Πειραματική
Επαλήθευση

 


Πείραμα 22
Πειραματική
Επαλήθευση

 


Τα λάθη
του Einstein

 


Το πρόβλημα
του  σφαιρικου
φλοίου

 

Ανακεφα-
λαίωση


ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ
Συντηξη:
Η μηχανή
“ΖΕΥΣ”

 


ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ
Οι
Εφευρέσεις ΧΤ

 

Ο νόμος της
παγκόσμιας
έλξης του
Νέυτωνα.
(Μαθηματική
απόδειξη)


CERN/OPERA
IKARUS
TSOLKAS

 

AIΘΕΡΟ
ΗΛΕΚΤΡΟ
ΔΥΝΑΜΙΚΗ
(ΕΕD)

Θεωρία
Σχετικό
τητας,
ΤΕΛΟΣ!

Η ΗΛΕΚΤΡΟΒΑΡΥΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ
ΜΕΡΟΣ ΙΙΙ
Η ΑΙΘΕΡΟΣΦΑΙΡΑ ΤΩΝ ΟΥΡΑΝΙΩΝ ΣΩΜΑΤΩΝ

   Όπως αναφέραμε στα προηγούμενα (βλέπε, Η Ηλεκτροβαρυτική Θεωρία Ι) τα ελεύθερα θετικά και αρνητικά ηλεκτρίνια του σύμπαντος, αποτελούν τον Αιθέρα, δηλαδή τη «σκοτεινή ύλη», όπως σήμερα συνηθίζεται να ονομάζεται.
Ο Αιθέρας είναι η πέμπτη κατάσταση της ύλης (στερεά, υγρά, αέρια, πλάσμα, Αιθέρας).
Επίσης, όπως είναι γνωστό, σύμφωνα με την Ηλεκτροβαρυτική Θεωρία:

     α. Τα ηλεκτρίνια (θετικά και αρνητικά) είναι ηλεκτρικής φύσης, και
     β. Ο ηλεκτρισμός, έχει ιδιότητες, έλξης και αδράνειας.

Το γεγονός αυτό, έχει ως συνέπεια τα ελεύθερα θετικά και αρνητικά ηλεκτρίνια του σύμπαντος, (δηλαδή ο Αιθέρας) να έλκεται από τα διάφορα ουράνια σώματα και να σχηματίζει γύρω από αυτά μία «Αιθερόσφαιρα» σχ. 1 (όπως π.χ. συμβαίνει και με τα μόρια του αέρα, που σχηματίζουν την ατμόσφαιρα γύρω από τη Γη).

σχ.1

Έτσι λοιπόν, σύμφωνα με την αξιωματική θεμελίωση της Ηλεκτροβαρυτικής Θεωρίας, ένα ελεύθερο (θετικό ή αρνητικό) ηλεκτρίνιο του Αιθέρα, έλκεται πάντοτε από ένα ουράνιο σώμα με μία δύναμη F, η οποία είναι:

όπου, Μο είναι η καθαρή μάζα του ουρανίου σώματος, r η απόσταση του ηλεκτρινίου από το κέντρο μάζας του ουρανίου σώματος, qo είναι η απόλυτη τιμή, του ηλεκτρικού φορτίου του θετικού ή αρνητικού ηλεκτρινίου (qo > 0) και το είναι η ηλεκτροβαρυτική σταθερά του ηλεκτρισμού, η οποία υπολογίζεται από το πείραμα Cavendish, (βλέπε, Η Ηλεκτροβαρυτική Θεωρία, Μέρος ΙΙ).

Τη σχέση (1) θα την ονομάζουμε, βασική σχέση της Αιθερόσφαιρας των ουρανίων σωμάτων.

ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΑΙΘΕΡΟΣΦΑΙΡΑΣ ΤΩΝ ΟΥΡΑΝΙΩΝ ΣΩΜΑΤΩΝ

Σύμφωνα με τη βασική σχέση (1) οι Αιθερόσφαιρες των ουρανίων σωμάτων, έχουν τις παρακάτω ιδιότητες:

ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ

1. Η Αιθερόσφαιρα των ουρανίων σωμάτων, είναι πιο πυκνή κοντά στην επιφάνειά τους και ελαττώνεται, όσο ανερχόμαστε σε μεγαλύτερο ύψος.

2. Επίσης, από τη σχέση (1) παρατηρούμε ότι, όσο πιο μεγάλη είναι η μάζα του ουρανίου σώματος, τόσο πιο πυκνή είναι και η Αιθερόσφαιρά του.
Έτσι π.χ. η Αιθερόσφαιρα της Γης, είναι λιγότερο πυκνή από την Αιθερόσφαιρα του Ήλιου ή ενός λευκού νάνου ή μιας μελανής οπής.

3. Η Αιθερόσφαιρα κάθε ουρανίου σώματος, είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένη με το ουράνιο σώμα και ακολουθεί το ουράνιο σώμα στη πορεία του μέσα στο σύμπαν.

4. Τα ελεύθερα θετικά και αρνητικά ηλεκτρίνια του σύμπαντος τα οποία δεν περιέχονται στις Αιθερόσφαιρες των ουρανίων σωμάτων θα τα ονομάζουμε «Ελεύθερο Αιθέρα» του σύμπαντος.
Συνεπώς, ολόκληρο το σύμπαν, είναι γεμάτο από «Ελεύθερο Αιθέρα».

5. Ο Αιθέρας είναι το ιδανικό «ηλεκτρικό ρυστό», με αποτέλεσμα, όλα τα ουράνια σώματα με την Αιθερόσφαιρά τους να συναντούν, απειροελάχιστη αντίσταση κατά την κίνησή τους, μέσα στον « Ελεύθερο Αιθέρα» του σύμπαντος.

6. Τα όρια μεταξύ της Αιθερόσφαιρας των ουρανίων σωμάτων και του «Ελεύθερου Αιθέρα» του σύμπαντος δεν είναι επακριβώς σαφή.
Αυτό έχει ως συνέπεια, μεταξύ των ανωτάτων ορίων, που τελειώνει η Αιθερόσφαιρα των ουραν ίων σωμάτων και του «Ελεύθερου Αιθέρα» του σύμπαντος να υπάρχει μια ζώνη, όπου επικρατεί μια «τυρβώδης» κίνηση των ηλεκτρινίων της Αιθερόσφαιρας των ουρανίων σωμάτων και των ηλεκτρινίων του «Ελεύθερου Αιθέρα» του σύμπαντος.
Τη ζώνη αυτή θα την ονομάζουμε «τυρβώδη ζώνη» της Αιθερόσφαιρας των ουρανίων σωμάτων.

7. Εάν τώρα υποθέσουμε ότι, ρο είναι η πυκνότητα της Αιθερόσφαιρας ενός ουρανίου σώματος στην επιφάνειά του, τότε η πυκνότητα ρ σε ένα ύψος h από την επιφάνειά του είναι ρ < ρο και δίδεται από τη σχέση:

όπου k είναι θετικός αριθμός, η τιμή του οποίου υπολογίζεται πειραματικώς.

ΑΠΟΔΕΙΞΕΙΣ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΗΣ ΤΗΣ ΑΙΘΕΡΟΣΦΑΙΡΑΣ ΤΩΝ ΟΥΡΑΝΙΩΝ ΣΩΜΑΤΩΝ

1. Η καμπύλωση του φωτός

Όπως αναφέραμε παραπάνω, τα διάφορα ουράνια σώματα τα οποία έχουν πολύ μεγάλη μάζα, όπως π.χ. ο Ήλιος, οι λευκοί νάνοι, οι μελανές οπές, κ.λ.π., περιβάλλονται από μία πυκνή Αιθερόσφαιρα.
Επίσης, επειδή ο Αιθέρας είναι ο φορέας όλων των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων (συνεπώς και του φωτός), αυτό έχει ως συνέπεια, μία φωτεινή ακτίνα από ένα άστρο Α, σχ.2, κατά την είσοδό της μέσα στην Αιθερόσφαιρα του ουράνιου αυτού σώματος, συναντά όλο και πυκνότερα στρώματα της Αιθερόσφαιρας, με αποτέλεσμα να καμπυλώνεται (δηλαδή, να υφίσταται ένα είδος «Αιθερικής διάθλασης») και ένας παρατηρητής Ο να βλέπει τον αστέρα Α στη θέση Α’.

σχ. 2

Προφανώς, στην ίδια ακριβώς αιτία, οφείλεται και το φαινόμενο των «βαρυτικών φακών», που έχει παρατηρηθεί μέσα στο σύμπαν.

Συμπέρασμα

Το φαινόμενο της καμπύλωσης των φωτεινών ακτινών, υπάρχει μέσα στο σύμπαν. Το φαινόμενο αυτό οφείλεται αποκλειστικά στην ύπαρξη της Αιθερόσφαιρας που υπάρχει γύρω από τα ουράνια σώματα και το φαινόμενο αυτό δεν οφείλεται στην καμπύλωση του χωρο – χρονου, όπως λανθασμένα ισχυρίζεται η Θεωρία της Σχετικότητας.

2. Το φαινόμενο red shift

Σύμφωνα με την Ηλεκτροβαρυτική Θεωρία, η ταχύτητα c του φωτός δεν είναι σταθερή μέσα στο σύμπαν, αλλά η ταχύτητα αυτή c, είναι πάντοτε συνάρτηση της πυκνότητας ρ του Αιθέρα, μέσα στον οποίο διαδίδεται το φως.

Συγκεκριμένα, όσο πιο μεγάλη είναι η πυκνότητα ρ του Αιθέρα, τόσο πιο μικρή είναι η ταχύτητα του φωτός.

Ας υποθέσουμε σχ. 3, ότι από την επιφάνεια της Γης εκπέμπουμε από ένα πομπό Α προς τα άνω μία δέσμη ακτίνων γ.

σχ. 3

Στην περίπτωση αυτή, σύμφωνα με την Ηλεκτροβαρυτική Θεωρία θα ισχύει η σχέση:

όπου, Cο είναι η ταχύτητα του φωτός στην επιφάνεια της Γης, νο είναι η συχνότητα των ακτινών γ και λο είναι το μήκος κύματος αυτών, στην επιφάνεια της γης.
Ομοίως, σε ένα ύψος h, επάνω από την επιφάνεια της Γης, τοποθετούμε ένα δέκτη Β. Τότε στην περίπτωση αυτή για τη δέσμη των ακτινών γ θα ισχύει η σχέση:

όπου, C1 είναι η ταχύτητα του φωτός στο ύψος h, ν1 είναι η συχνότητα των ακτινών γ και λ1 είναι το μήκος κύματος αυτών, στο ύψος h.
Από τις σχέσεις (3) και (4), έχουμε:

Τη σχέση (5) θα την ονομάζουμε, θεμελιώδη σχέση του φαινομένου red shift.
Στη σχέση (5), ως γνωστό, είναι, c1 > co.
Εάν τώρα, μετρήσουμε πειραματικώς και τα μήκη κύματος λο και λ1, τότε η σχέση (5), μας δίδει:

Συμπέρασμα

Το φαινόμενο red shift υπάρχει μέσα στη φύση. Το φαινόμενο αυτό, οφείλεται αποκλειστικά στην μεταβολή της πυκνότητας της Αιθερόσφαιρας που υπάρχει γύρω από τα ουράνια σώματα. Συνεπώς το φαινόμενο αυτό δεν οφείλεται στην «αρχή της ισοδυναμίας», όπως λανθασμένα ισχυρίζεται η Γενική Θεωρία της Σχετικότητας.

3. Το αρνητικό αποτέλεσμα του πειράματος Michelson – Morley

Όπως αναφέραμε παραπάνω, η Αιθερόσφαιρα των ουρανίων σωμάτων, συμπαρασύρεται μαζί με αυτά κατά την κίνησή τους μέσα στο σύμπαν.
Το γεγονός αυτό, έχει ως συνέπεια το αποτέλεσμα του πειράματος Michelson – Morley να είναι αρνητικό όπως πράγματι, αποδείχθηκε, ότι είναι αρνητικό.
Όμως, το αρνητικό αποτέλεσμα του πειράματος Michelson – Morley σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι, ο Αιθέρας δεν υπάρχει μέσα στη φύση και ότι, τα ουράνια σώματα δεν περιβάλλονται από την Αιθερόσφαιρά τους.
Αντίθετα μάλιστα, το αρνητικό αποτέλεσμα του πειράματος Michelson – Morley, επιβεβαιώνει με τον τρόπο που εκτελέσθηκε, την ύπαρξη του Αιθέρα και μάλιστα την ύπαρξη της Αιθερόσφαιρας που υπάρχει γύρω από τη Γη.
Διότι, εάν εκτελέσουμε το πείραμα Michelson – Morley, επάνω σε ένα όχημα (π.χ. τρένο, αεροπλάνο, δορυφόρο κ.λ.π.) το οποίο να κινείται με ταχύτητα V, ως προς τη Γη, τότε το αποτέλεσμα του πειράματος Michelson – Morley θα είναι θετικό.
Προφανώς, αυτό είναι απόδειξη, ότι ο Αιθέρας υπάρχει μέσα στη Φύση και η Γη περιβάλλεται από την Αιθέρα σφαίρα της.
Σημείωση: Τέτοιου είδους, πολύ ενδιαφέροντα πειράματα, προτείνονται στην ιστοσελίδα www.tsolkas.gr

 

Η ΤΑΧΥΤΗΤΑ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ ΕΝΤΟΣ ΥΛΙΚΩΝ ΣΩΜΑΤΩΝ, ΗΛΕΚΤΡΙΚΩΝ ΠΕΔΙΩΝ ΚΑΙ ΜΑΓΝΗΤΙΚΩΝ ΠΕΔΙΩΝ

Ας υποθέσουμε ότι, ρο είναι η πυκνότητα του Αιθέρα του σύμπαντος (δηλαδή του «ελεύθερου Αιθέρα»), μακριά από βαρυτικά, ηλεκτρικά και μαγνητικά πεδία και c είναι η ταχύτητα του φωτός εντός αυτού, τότε:

α. Η πυκνότητα ρ του Αιθέρα εντός ενός υλικού σώματος π.χ. στο νερό, είναι:

ρ > ρο                (6)

β. Η πυκνότητα ρΕ του Αιθέρα, εντός ενός ηλεκτρικού πεδίου είναι:

  ρΕ > ρο              (7)

γ. Η πυκνότητα ρΜ του Αιθέρα, εντός ενός μαγνητικού πεδίου είναι:

  ρΜ > ρο            (8)

Συνεπώς, για τις τρεις παραπάνω περιπτώσεις θα έχουμε:

α. Η ταχύτητα  c' του φωτός, εντός του νερού είναι:

  c' < c             (9)

β. Η ταχύτητα cE του φωτός, εντός ενός ηλεκτρικού πεδίου είναι:

  cE < c              (10)

γ. Η ταχύτητα cΜ του φωτός, εντός ενός μαγνητικού πεδίου είναι:

  cΜ < c              (11)

Από τα παραπάνω, προκύπτει το συμπέρασμα ότι:

Συμπέρασμα

Η ταχύτητα του φωτός, εντός υλικών σωμάτων, ηλεκτρικών και μαγνητικών πεδίων είναι μικρότερη από την ταχύτητα c του φωτός (στο κενό) που δέχεται η Θεωρία της Σχετικότητας. Η ταχύτητα c του φωτός, είναι πάντοτε συνάρτηση της πυκνότητας ρ του Αιθέρα.

Πειραματική απόδειξη

Μετά από αυτά που αναφέραμε παραπάνω για να διαπιστώσουμε ότι, η ταχύτητα c του φωτός, ελαττώνεται μέσα σε ηλεκτρικά ή μαγνητικά πεδία, εκτελούμε το παρακάτω πείραμα:

Πείραμα

Λαμβάνουμε σχ. 4 την ίδια ακριβώς πειραματική συσκευή με την οποία εκτελέσθηκε το γνωστό πείραμα Michelson – Morley και εκτελούμε το πείραμα στις παρακάτω δύο φάσεις:

σχ. 4

Φάση Ι: Ακίνητο όπως είναι το συμβολόμετρο και χωρίς να το περιστρέψουμε, εκπέμπουμε μονοχρωματικό φως από τη φωτεινή πηγή S.
Στη περίπτωση αυτή θα παρατηρήσουμε εντός της διόπτρας D φωτεινούς και σκοτεινούς κροσσούς συμβολής.

Φάση II: Στη φάση αυτή, η ακτίνα φωτός που αντιστοιχεί στον ένα βραχίονα OA του συμβολόμετρου, διέρχεται εντός ενός ισχυρού ηλεκτρικού ή μαγνητικού πεδίου έντασης Β. Το μαγνητικό πεδίο Β μπορεί να είναι σταθερό ή εναλλασσόμενο.
Ακίνητο όπως είναι το συμβολόμετρο και χωρίς να το περιστρέψουμε, εκπέμπουμε μονοχρωματικό φως από τη φωτεινή πηγή S. Στη περίπτωση αυτή θα παρατηρήσουμε πάλι, μέσα στη διόπτρα D φωτεινούς και σκοτεινούς κροσσούς.
Όταν λοιπόν, εκτελέσουμε το πείραμα στις δύο αυτές φάσεις Ι και ΙΙ , θα παρατηρήσουμε, ότι:
Μέσα στη διόπτρα, οι φωτεινοί και σκοτεινοί κροσσοί, οι οποίοι έχουν σχηματισθεί κατά την φάση ΙΙ, έχουν μετατοπισθεί σχετικά με τους φωτεινούς και σκοτεινούς κροσσούς, οι οποίοι έχουν σχηματισθεί κατά τη φάση Ι, της εκτέλεσης του πειράματος.
Προφανώς, αυτό συμβαίνει διότι, η ταχύτητα c' του φωτός εντός του ηλεκτρικού ή μαγνητικού πεδίου σχ. 4 είναι μικρότερη από την ταχύτητα c του φωτός, εκτός των πεδίων αυτών, (c'< c).
Το φαινόμενο αυτό, είναι άλλη μία απόδειξη της ύπαρξης του Αιθέρα μέσα στη Φύση.
Το αποτέλεσμα του πειράματος αυτού, δηλαδή η επιβράδυνση του φωτός εντός ισχυρών ηλεκτρικών ή μαγνητικών πεδίων, είναι ένα γεγονός, το οποίο δεν είχε καταγραφεί ποτέ μέχρι σήμερα από τη σύγχρονη Φυσική.
Το πείραμα αυτό είναι απλό και μπορεί εύκολα να εκτελεσθεί στα εργαστήρια διαφόρων Πανεπιστημίων, κλπ.
Σημείωση: Το παραπάνω πείραμα αντί με φως μπορεί να εκτελεσθεί και με μικροκύματα, μετρώντας τους αντίστοιχους χρόνους.

Συμπέρασμα

Το φως επιβραδύνεται εντός ισχυρών ηλεκτρικών ή μαγνητικών πεδίων, δηλαδή η ταχύτητα c του φωτός ελαττώνεται, όταν το φως κινείται εντός ισχυρών ηλεκτρικών ή μαγνητικών πεδίων.

ΑΞΙΟΣΗΜΕΙΩΤΗ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

Σύμφωνα με την Η.Β.Θ. και μετά από αυτά που αναφέραμε παραπάνω καταλήγουμε στο συμπέρασμα, ότι:

1. Η ταχύτητα c του φωτός σε καμία περίπτωση δεν είναι μία σταθερά της Φύσης, όπως λανθασμένα ισχυρίζεται η Ειδική Θεωρία της Σχετικότητας.
Η ταχύτητα c του φωτός είναι μεταβλητό μέγεθος και η τιμή της εξαρτάται a) Από την πυκνότητα του Αιθέρα μέσα στον οποίο διαδίδεται το φως και b) Από τον παρατηρητή (εάν αυτός είναι ακίνητος ή κινείται).

2. Μέσα στο σύμπαν υπάρχουν ταχύτητες σωματιδίων, μεγαλύτερες από την ταχύτητα c του φωτός.

 

Η ΤΑΧΥΤΗΤΑ ΤΩΝ ΣΩΜΑΤΙΔΙΩΝ ΕΝΤΟΣ ΗΛΕΚΤΡΙΚΩΝ Ή ΜΑΓΝΗΤΙΚΩΝ ΠΕΔΙΩΝ

 

Ας υποθέσουμε σχ. 5 ότι έχουμε μία πηγή S ταχέων νετρονίων και ένα πολύ ισχυρό μαγνητικό πεδίο, έντασης Β.

σχ.5

Α. Σύμφωνα με την κλασσική Φυσική:

    α. Όταν το μαγνητικό πεδίο Β δεν υπάρχει (Β = 0), τότε ένα νετρόνιο θα διανύσει το μήκος L, σε χρόνο t1, ήτοι

όπου V1 είναι η ταχύτητα του νετρονίου. (V1 = σταθερή).

    β. όταν το μαγνητικό πεδίο Β υπάρχει (Β > 0), τότε το νετρόνιο θα διανύσει το μήκος L, πάλι στον ίδιο χρόνο t1, σύμφωνα με τη σχέση (12).

Β. Σύμφωνα με την Η.Β.Θ.
Στην περίπτωση αυτή, όταν το μαγνητικό πεδίο Β υπάρχει (Β > 0) και είναι πολύ ισχυρό, η  πυκνότητα ρ του Αιθέρα εντός αυτού είναι μεγάλη. Διότι η πυκνότητα ρ του Αιθέρα είναι ανάλογη της έντασης Β.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα το ταχέως κινούμενο νετρόνιο να συναντά μεγάλη αντίσταση FR από τον πυκνό Αιθέρα που υπάρχει εντός του μαγνητικού πεδίου και η ταχύτητα του να μειωθεί από V1 σε V2, (V2 < V1).
Συνεπώς, ο χρόνος t2 που κάνει το νετρόνιο για να διανύσει το μήκος L θα είναι:

και επειδή είναι, V2 < V1, από τις σχέσεις (12) και (13), έχουμε:

   t2 > t1           (14)

εάν  Δt = t2 – t1       (15)

τότε από τις σχέσεις (14) και (15), έχουμε:

Το φαινόμενο αυτό, δηλαδή τη διαφορά χρόνου Δt > 0 που δίδεται από τη σχέση (16) θα το ονομάσουμε «υστέρηση χρόνου». Το φαινόμενο αυτό η Σχετικότητα, το «ερμηνεύει» με λανθασμένο τρόπο, ότι η μάζα ηρεμίας mo ενός σώματος αυξάνει με την ταχύτητα του. Αγνοώντας προφανώς η Θεωρία της Σχετικότητας την αντίσταση FR που προβάλλει ο «πυκνός» Αιθέρας, ο οποίος υπάρχει εντός των ισχυρών μαγνητικών ή ηλεκτρικών πεδίων π.χ. των επιταχυντών και ο οποίος επιβραδύνει τα σωματίδια που επιταχύνονται εντός αυτών.
Το φαινόμενο της «υστέρησης του χρόνου», παρουσιάζεται σε έντονο βαθμό στους επιταχυντές, όπου η ένταση των ηλεκτρικών και μαγνητικών πεδίων είναι πολύ μεγάλη και οι ταχύτητες των επιταχυνομένων σωματιδίων είναι πολύ υψηλές.
Συνεπώς, κατά την κίνηση των σωματιδίων εντός των επιταχυντών, εάν ληφθεί υπόψη το φαινόμενο της αντίστασης FR του Αιθέρα στα κινούμενα αυτά σωματίδια, τότε αμέσως αποδεικνύεται ότι, δεν έχουμε καθόλου αύξηση της μάζας συναρτήσει της ταχύτητας, όπως λανθασμένα ισχυρίζεται η Θεωρία της Σχετικότητας, σύμφωνα με το γνωστό τύπο:

Αυτό είναι ένα ακόμη λάθος της Ειδικής Θεωρίας της Σχετικότητας.

Συμπέρασμα

Ένα σωματίδιο το οποίο κινείται με πολύ μεγάλη ταχύτητα, εντός ισχυρών ηλεκτρικών ή μαγνητικών πεδίων (π.χ. μέσα σε ένα επιταχυντή) υφίσταται κατά την κίνησή του μία αντίσταση FR, η οποία οφείλεται στην μεγάλη πυκνότητα του Αιθέρα, ο οποίος υπάρχει εντός των ηλεκτρικών και μαγνητικών πεδίων του επιταχυντή.
Προφανώς, όσο μεγαλύτερη είναι η ένταση των ηλεκτρικών ή μαγνητικών πεδίων του επιταχυντή, τόσο μεγαλύτερη είναι και η πυκνότητα του Αιθέρα που υπάρχει εντός αυτών.

 

ΔΙΑΦΟΡΑ ΑΛΛΑ ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ

ΤΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ Casimir

Σύμφωνα με την Η.Β.Θ., το φαινόμενο Casimir οφείλεται στην ύπαρξη των θετικών και αρνητικών ηλεκτρινίων του Αιθέρα τα οποία υπάρχουν μεταξύ των πλακών της πειραματικής αυτής συσκευής και τα οποία επιδρούν με ηλεκτρικές δυνάμεις, με τα θετικά και αρνητικά ηλεκτρίνια των πλακών αυτών.

ΗΛΕΚΤΡΟΒΑΡΥΤΙΚΑ ΚΥΜΑΤΑ

Σύμφωνα με την Ηλεκτροβαρυτική Θεωρία, όλες οι ακτινοβολίες που υπάρχουν μέσα στη Φύση, χωρίζονται σε δύο μόνο κατηγορίες:

α. Οι ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες (ηλεκτρομαγνητικά κύματα), και
β. Οι βαρυτικές ακτινοβολίες (βαρυτικά κύματα)

Άλλες ακτινοβολίες, εκτός από τις παραπάνω αυτές (α) και (β) δεν υπάρχουν μέσα στη Φύση.

ΗΛΕΚΤΡΟΜΑΓΝΗΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ MAXWELL

Όπως είναι γνωστό, τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα, ερμηνεύονται αρκετά ικανοποιητικά με βάση την Ηλεκτρομαγνητική Θεωρία του Maxwell.
Η Ηλεκτρομαγνητική Θεωρία του Maxwell είναι ορθή αλλά δεν είναι πλήρης, διότι αγνοεί την υλική σύσταση και τις ιδιότητες του Αιθέρα, μέσα στον οποίο διαδίδονται τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα.
Έτσι, η Ηλεκτρομαγνητική Θεωρία του Maxwell, αδυνατεί π.χ. να μας απαντήσει στο βασικό ερώτημα:
Τι είναι και που οφείλεται το ρεύμα μετατόπισης;
Σύμφωνα με την Η.Β.Θ. η απάντηση στο παραπάνω αυτό ερώτημα, είναι η εξής:

Το ρεύμα μετατόπισης, οφείλεται αποκλειστικά στο ηλεκτρικό ρεύμα που παράγουν τα ελεύθερα ηλεκτρίνια (θετικά και αρνητικά) του Αιθέρα, τα οποία κινούνται μεταξύ των πλακών του πυκνωτή, στο γνωστό ηλεκτρικό κύκλωμα, παραγωγής ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων.

ΗΛΕΚΤΡΟΜΑΓΝΗΤΙΚΑ ΚΥΜΑΤΑ

Όπως είναι γνωστό, για τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα, ισχύει η σχέση:

όπου c είναι η ταχύτητα του φωτός και v, λ είναι αντιστοίχως, η συχνότητα και το μήκος κύματος αυτών.
Τέλος, τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα είναι εγκάρσια κύματα, με τις γνωστές ιδιότητες που έχουν τα εγκάρσια κύματα.

ΤΟ ΦΩΤΟΝΙΟ

Σύμφωνα με την Η.Β.Θ. το φωτόνιο δεν είναι ένα σωματίδιο, το οποίο κινείται στο χώρο με ταχύτητα c και έχει υλο – κυματικές ιδιότητες, όπως δέχεται η σύγχρονη Φυσική.
Ορισμός: Το φωτόνιο είναι ένα σύνολο (πολύ μεγάλου αριθμού θετικών και αρνητικών ηλεκτρινίων του Αιθέρα) τα οποία πάλλονται από την επίδραση ενός ηλεκτρικού φορτίου , εντός μιας περιόδου Τ, όταν το ηλεκτρικό φορτίο , εκτελεί π.χ. μία αρμονική ταλάντωση με μία συχνότητα ν και πλάτος ταλάντωσης a.

a. Οι σωματιδιακές ιδιότητες του φωτονίου (φαινόμενο Compton), είναι οι σωματιδιακές ιδιότητες των θετικών και αρνητικών ηλεκτρινίων, τα οποία συνιστούν το φωτόνιο.
b. Οι κυματικές ιδιότητες του φωτονίου είναι οι κυματικές ιδιότητες του Αιθέρα.

 

ΒΑΡΥΤΙΚΑ ΚΥΜΑΤΑ

Ας υποθέσουμε ότι έχουμε μία Νευτώνεια μάζα mu:

όπου q = q'.
Η Νευτώνεια αυτή μάζα mu, είναι π.χ. μια μικρή σφαίρα από χαλκό ακτίνας r = 10 cm.
Όπως είναι γνωστό, η Νευτώνεια αυτή μάζα mu είναι ηλεκτρικώς ουδέτερη.
Ας υποθέσουμε επίσης, ότι σχ. 6 η σφαίρα αυτή του χαλκού εκτελεί π.χ. μια αρμονική ταλάντωση με συχνότητα ν και πλάτος ταλαντώσεως a.

σχ. 6

Στη περίπτωση αυτή, σύμφωνα με τη κλασική Φυσική η σφαίρα αυτή του χαλκού δεν εκπέμπει στο γύρω χώρο της καμία ακτινοβολία.
Αντίθετα όμως, σύμφωνα με την Η.Β.Θ. η σφαίρα αυτή του χαλκού, εκπέμπει στο γύρω χώρο της βαρυτική ακτινοβολία υπό μορφή βαρυτικών κυμάτων.
Η ερμηνεία του φαινομένου αυτού είναι, η εξής:
Σύμφωνα με την Η.Β.Θ. η καθαρή μάζα mο του χαλκού (σχέση 18), αποτελείται από γκραβιτόνια.
Τα γκραβιτόνια αυτά, ως γνωστό, έλκουν τα θετικά και τα αρνητικά ηλεκτρίνια του Αιθέρα με ηλεκτροβαρυτικές δυνάμεις.
Συνεπώς, κατά την αρμονική ταλάντωση που εκτελεί η σφαίρα του χαλκού, έλκοντας τα θετικά και αρνητικά ηλεκτρίνια του Αιθέρα, δημιουργεί μια περιοδική διαταραχή σε αυτά, με αποτέλεσμα να έχουμε εκπομπή βαρυτικής ακτινοβολίας, υπό μορφή βαρυτικών κυμάτων.
Τα βαρυτικά κύματα (αντίθετα, με τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα) είναι διαμήκη κύματα για τα οποία ισχύει η βασική σχέση:

όπου c είναι η ταχύτητα του φωτός και v, λ είναι αντιστοίχως η συχνότητα και το μήκος κύματος αυτών.
Δηλαδή, τα βαρυτικά κύματα, μέσα σε ένα ομοιογενή Αιθέρα κινούνται με την ταχύτητα c του φωτός.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονίσουμε ότι, την βαρυτική μάζα mο του χαλκού θα την ονομάζουμε βαρυτικό φορτίο, στο οποίο οφείλονται τα παραπάνω αυτά βαρυτικά κύματα.
Προφανώς, όσο μεγαλύτερο είναι το βαρυτικό φορτίο mο, τόσο μεγαλύτερη είναι και η ένταση EG των βαρυτικών κυμάτων.
Έτσι, τα βαρυτικά κύματα (όπως και τα ηλεκτρικομαγνητικά κύματα) καμπυλώνονται όταν διέρχονται μέσα από την Αιθερόσφαιρα ενός ουρανίου σώματος το οποίο έχει πολύ μεγάλη μάζα, όπως π.χ. λευκός νάνος, μελανή οπή, κ.λ.π.
Τέλος, τα βαρυτικά κύματα υπάρχουν μέσα στο σύμπαν και δημιουργούνται σε μεγάλη κλίμακα, όταν έχουμε μεγάλα βαρυτικά φορτία mο τα οποία κινούνται με μεγάλες ταχύτητες όπως π.χ. σε εκρήξεις υπερκαινοφανών (supernova) ή σε καταρρεύσεις αστέρων, που λαμβάνουν χώρα μέσα στο σύμπαν.

Παράδειγμα: Όπως είναι γνωστό, 1 cm3 από τη μάζα ενός λευκού νάνου, ζυγίζει περίπου 150 tn.
Εάν τώρα πάρουμε π.χ. 1 m3 από την μάζα ενός λευκού νάνου (η οποία είναι προφανώς, ηλεκτρικά ουδέτερη) και την μάζα αυτή την ταλαντώνουμε με μια συχνότητα v π.χ. v = 104 Hz και με ένα πλάτος ταλάντωσης a = 10 m, τότε η μάζα αυτή του λευκού νάνου θα εκπέμπει στο χώρο βαρυτική ακτινοβολία έντασης EG, υπό μορφή βαρυτικών κυμάτων.

ΕΝΟΠΟΙΗΜΕΝΑ ΚΥΜΑΤΑ

Ας υποθέσουμε σχ. 7 ότι, έχουμε μία μη – Νευτώνεια μάζα mu:

όπου q < q', π.χ. μια αρνητικά ηλεκτρικά φορτισμένη σφαίρα από χαλκό, ακτίνας r = 10 cm.

Επίσης, ας υποθέσουμε σχ. 7 ότι η σφαίρα αυτή του χαλκού, εκτελεί μία αρμονική ταλάντωση με συχνότητα ν και πλάτος ταλαντώσεως a.

σχ. 7

1) Όπως είναι γνωστό, στην περίπτωση αυτή σύμφωνα με την Ηλεκτρομαγνητική Θεωρία του Maxwell, η αρνητικά φορτισμένη αυτή σφαίρα του χαλκού θα εκπέμπει στο χώρο ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία, υπό μορφή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων. Τα ηλεκτρομαγνητικά αυτά κύματα, οφείλονται στο γεγονός, ότι το αρνητικό ηλεκτρικό φορτίο της σφαίρας, ήτοι:

    έλκει τα θετικά ηλεκτρίνια του Αιθέρα και συγχρόνως απωθεί τα αρνητικά.
    Η διαταραχή αυτή των θετικών και αρνητικών ηλεκτρινίων του Αιθέρα, όπως δίδει την γνωστή δομή των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων όπου Ε και Β είναι αντίστοιχα, η ένταση του ηλεκτρικού και μαγνητικού πεδίου στο ηλεκτρομαγνητικό κύμα.
    Όπως είναι γνωστό τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα, είναι εγκάρσια κύματα για τα οποία ισχύει η σχέση c = ν · λ.

    2) Αλλά όμως, όπως αναφέραμε παραπάνω το βαρυτικό φορτίο mo της αρνητικά φορτισμένης σφαίρας του χαλκού, εκπέμπει και αυτό συγχρόνως βαρυτική ακτινοβολία έντασης EG υπό μορφή βαρυτικών κυμάτων, για τα οποία ισχύει η σχέση (19).

    Συμπέρασμα

    Μια αρνητικά ή θετικά φορτισμένη μάζα mu κατά την αρμονική της ταλάντωση με συχνότητα ν και πλάτος ταλάντωσης a, εκπέμπει στο χώρο, συγχρόνως ηλεκτρομαγνητική και βαρυτική ακτινοβολία υπό μορφή, ηλεκτρομαγνητικών και βαρυτικών κυμάτων.
    Τα δυο αυτά κύματα, ήτοι τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα και τα βαρυτικά κύματα τα οποία εκπέμπει η αρνητικά φορτισμένη σφαίρα του χαλκού θα λέμε ότι, αποτελούν ένα ενοποιημένο κύμα.
    Προφανώς, το ηλεκτρομαγνητικό και βαρυτικό κύμα τα οποία συνιστούν ένα ενοποιημένο κύμα είναι ταυτόχρονα της ίδιας φάσης (συμφασικά).
    Συνεπώς, έχουμε:

    ενοποιημένο κύμα = ηλεκτρομαγνητικό κύμα + βαρυτικό κύμα

    Αυτό σημαίνει ότι, οι γνωστές εξισώσεις του Maxwell της Ηλεκτρομαγνητικής Θεωρίας θα πρέπει να συμπληρωθούν και να συμπεριλάβουν και τα βαρυτικά κύματα, τα οποία οφείλονται στο βαρυτικό φορτίο mo των μη – Νευτώνειων μαζών όπως π.χ. είναι το ηλεκτρόνιο, πρωτόνιο, μια θετικά ή αρνητικά φορτισμένη μάζα mu, κ.λ.π.
    Οι εξισώσεις αυτές που θα προκύψουν θα τις ονομάζουμε ενοποιημένες εξισώσεις της Βαρο – ηλεκτρομαγνητικής Θεωρίας (G.E.M. – Theory).
    Οι εξισώσεις της (G.E.M. – Theory), είναι στην ουσία εξισώσεις «ενοποιημένων πεδίων»,οι οποίες δεν έχουν διατυπωθεί ποτέ μέχρι σήμερα από τη σύγχρονη Φυσική. 

    Copyright 2007:ChristosA. Tsolkas                                   Χρήστος Α. Τσόλκας
                                                                                                 Απρίλιος 2007

    ©  Copyright 2001 Tsolkas Christos.  Web design by Wirenet Communications