| | | | | | | | | | ΤΟ ΠΕΙΡΑΜΑ ΤΟΥ «ΚΛΕΙΣΤΟΥ ΘΑΛΑΜΟΥ» ΣΕ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΠΤΩΣΗ Στο πείραμα του «κλειστού θαλάμου» που θα αναπτύξουμε αμέσως παρακάτω θα αποδείξουμε τα λάθη τα οποία υπάρχουν στην εσωτερική δομή της Γενικής Θεωρίας της
Σχετικότητας. Για το σκοπό αυτό θα χρησιμοποιήσουμε ένα «νοητικό» πείραμα (παρόμοιο με αυτό που χρησιμοποίησε ο Einstein στη Γενική Θεωρία της Σχετικότητας), προκειμένου να αποδείξει ότι, το φως καμπυλώνεται μέσα σε βαρυτικά πεδία. Το «νοητικό» αυτό πείραμα, έχει ως εξής: Τα δεδομένα του πειράματος Ένας αδρανειακός παρατηρητής Ο΄, τοποθετεί ακίνητο σε ένα ύψος h από την επιφάνεια μιας μάζας Μ
(π.χ. της Γης), ένα σφαιρικό θάλαμο S, ακτίνας R. σχ. 1. Εντός του θαλάμου S, βρίσκεται κλεισμένος (χωρίς να έχει καμία επαφή με το εξωτερικό περιβάλλον) ένας παρατηρητής Ο. Ο παρατηρητής Ο δεν γνωρίζει, ότι βρίσκεται σε αυτή τη κατάσταση, δηλαδή, ότι βρίσκεται ακίνητος σε ένα ύψος h από την επιφάνεια της μάζας αυτής Μ. Σε αυτή τη κατάσταση, ο παρατηρητής Ο, απαγορεύεται να εκτελέσει οποιοδήποτε πείραμα, μέσα στο θάλαμό του S.
| | | | | | | | σχ. 1 Η συμφωνία των παρατηρητών Σε αυτή τη κατάσταση των παρατηρητών Ο΄ και Ο που περιγράψαμε παραπάνω, ο αδρανειακός παρατηρητής Ο΄, επικοινωνεί (π.χ. με έναν ασύρματο) με τον παρατηρητή Ο και του λέει: 1. Εγώ είμαι ένας αδρανειακός παρατηρητής Ο΄, σε ένα αδρανειακό σύστημα αναφοράς S.
Όταν λάβεις το σήμα μου που θα σου στείλω να ξέρεις ότι, η ταχύτητα υ του θαλάμου σου S ως προς εμένα, είναι υ = 0. Αμέσως μετά από το σήμα μου, ο θάλαμός σου S θα αρχίσει να κινείται. 2. Μετά από το σήμα μου, είσαι ελεύθερος να αρχίσεις να εκτελείς, διάφορα πειράματα μέσα στο θάλαμό σου S. Σε περίπτωση που αποδείξεις ότι κινείσαι υπό την επίδραση της ελκτικής δύναμης μιας μάζας Μ να γνωρίζεις, ότι:
Η μάζα αυτή Μ
είναι ακίνητη ως προς εμένα, το πεδίο βαρύτητας της μάζας Μ να το θεωρήσεις κατά προσέγγιση ομογενές και ότι, μετά από ένα χρόνο tA από τη στιγμή που θα λάβεις το σήμα μου θα βρίσκεσαι στην επιφάνεια της μάζας αυτής Μ. Η ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΜΑΤΟΣ Ο αδρανειακός παρατηρητής Ο΄ εκπέμπει το σήμα του, το οποίο λαμβάνει ο παρατηρητής Ο, ο οποίος είναι κλεισμένος μέσα στο θάλαμο
S. Μετά τη λήψη του σήματος από τον παρατηρητή Ο, ο θάλαμος S αρχίζει και κινείται. Προφανώς, ο παρατηρητής Ο, ο οποίος βρίσκεται κλεισμένος μέσα στο θάλαμο S (χωρίς να έχει καμία επαφή με το εξωτερικό περιβάλλον) δεν γνωρίζει σε τι είδους κίνηση, βρίσκεται ο θάλαμος του S. Προκειμένου λοιπόν, ο παρατηρητής Ο να διαπιστώσει, σε τι είδους κίνηση βρίσκεται ο θάλαμος του S, αρχίζει και εκτελεί διάφορα πειράματα. Συγκεκριμένα:
Κατά το χρόνο της ελεύθερης πτώσης του θαλάμου S (την οποία γνωρίζει μόνο ο αδρανειακός παρατηρητής Ο΄, ενώ προφανώς ο παρατηρητής Ο που βρίσκεται κλεισμένος μέσα στο θάλαμο S δεν την γνωρίζει), ο παρατηρητής Ο θέτει σε λειτουργία ένα γυροσκόπιο G, (γυροσκοπική πυξίδα) το οποίο τοποθετεί στο κέντρο Ο1 του θαλάμου του. Επίσης, ο παρατηρητής Ο, τοποθετεί κοντά στο γυροσκόπιο G και δύο μικρές μάζες m1
και m2, | | | |
|
| | | Γυροσκόπιο φωτ. 1
Σε κάποια χρονική στιγμή της ελεύθερης πτώσης του θαλάμου S, ο αδρανειακός παρατηρητής Ο΄, εκπέμπει προς το θάλαμο S μία φωτεινή ακτίνα L (π.χ. κάθετα προς την τροχιά πτώσης του θαλάμου S). Στη περίπτωση αυτή, ο αδρανειακός παρατηρητής Ο΄ θα βλέπει την φωτεινή ακτίνα L να κινείται στην ευθεία Ο΄Κ. Αντίθετα όμως, ο παρατηρητής Ο, (ο οποίος βρίσκεται μέσα στο θάλαμο s) θα βλέπει την φωτεινή ακτίνα L
να εισέρχεται από ένα σημείο Α να διαγράφει μία καμπύλη (c) και να εξέρχεται από ένα άλλο σημείο Β του θαλάμου του. Μετά από αυτά που αναφέραμε παραπάνω, ο παρατηρητής Ο, (ο οποίος βρίσκεται κλεισμένος μέσα στο θάλαμο), με βάση τις παρατηρήσεις που κάνει στο γυροσκόπιο G, στις δύο μάζες m1 και m2 και την καμπύλωση (c) της φωτεινής ακτίνας L, προβαίνει στα παρακάτω συμπεράσματα: Α. Συμπεράσματα με βάση τις παρατηρήσεις στις δύο μάζες m1 και m2 και το γυροσκόπιο G (Συμπεράσματα, Μηχανικών φαινομένων). Ο παρατηρητής Ο κατά την ελεύθερη πτώση του θαλάμου του S, παρατηρώντας την ακινησία των δύο μαζών m1 και m2 στην αρχική τους θέση, όπου τις τοποθέτησε και το γεγονός ότι, ο άξονας xx΄ του γυροσκοπίου δεν μετακινείται καθόλου, συμπεραίνει ότι, ο θάλαμος του S
, είναι ένα αδρανειακό σύστημα αναφοράς, το οποίο: 1. Ή είναι ακίνητο, ως προς το αδρανειακό σύστημα αναφοράς S΄, 2. Ή κινείται ευθύγραμμα με μία σταθερή ταχύτητα υ, ως προς το αδρανειακό σύστημα αναφοράς S΄, 3. Ή πέφτει ελεύθερα μέσα στο πεδίο βαρύτητας μιας μάζας Μ. Β. Συμπεράσματα με βάση την καμπυλότητα (c) της φωτεινής ακτίνας L.
(Συμπεράσματα, Ηλεκτρομαγνητικών φαινομένων). Ο παρατηρητής Ο, (δεχόμενος την ορθότητα της Γενικής Θεωρίας της Σχετικότητας), κατά την ελεύθερη πτώση του θαλάμου του παρατηρώντας την καμπύλη (c) της φωτεινής ακτίνας L, συμπεραίνει ότι ο θάλαμός του S: 1. Ή είναι ακίνητος σε ένα ύψος h΄, υπεράνω μιας μάζας M΄, 2.
Ή κινείται με ευθύγραμμη μεταβαλλόμενη κίνηση, μακριά από πεδία βαρύτητας (π.χ. μέσα στο αχανές διάστημα, μακριά από διάφορες μάζες).
Ο παρατηρητής Ο, μετά από τις παραπάνω παρατηρήσεις και συλλογισμούς που έκανε, καταλήγει τελικώς, ότι: Τα συμπεράσματα (Α.1) και (Α.2) απορρίπτονται, διότι μία φωτεινή ακτίνα L
δεν καμπυλώνεται ποτέ, μέσα σε αδρανειακά συστήματα αναφοράς, (όπως π.χ. είναι τα αδρανειακά συστήματα αναφοράς τα οποία χρησιμοποιούμε στην Ειδική Θεωρία της Σχετικότητας). Το συμπέρασμα (Α.3) πράγματι ισχύει, διότι οι δύο μάζες m1, m2 είναι ακίνητες στην αρχική τους θέση που τοποθετήθηκαν και ο άξονας xx΄ του γυροσκοπίου G δεν μετακινείται καθόλου από την αρχική του θέση.
Το συμπέρασμα (Β.1) απορρίπτεται διότι στη περίπτωση αυτή η μάζα M΄ θα έπρεπε να βρίσκεται στο επίπεδο e της καμπύλης (c) και προς το εσωτερικό μέρος της καμπύλης (c), οπότε οι δύο μάζες m1, m2 θα έπεφταν επιταχυνόμενες προς τη μάζα M΄, ήτοι προς την κατεύθυνση ao, μετακινούμενες από την αρχική τους θέση, όπου τοποθετήθηκαν. Επειδή όμως, τέτοια μετακίνηση των μαζών
m1, m2 προς την κατεύθυνση ao δεν παρατηρείται για το λόγο αυτό το συμπέρασμα (Β.1), απορρίπτεται. Σημείωση: Στο σχ. 1 το εσωτερικό μέρος της καμπύλης (c), είναι το γραμμοσκιασμένο. Ομοίως, και το συμπέρασμα (Β.2) απορρίπτεται, διότι στη περίπτωση αυτή οι δύο μάζες m1, m2 θα έπρεπε να μετακινηθούν επιταχυνόμενες από την αρχική τους θέση που
τοποθετήθηκαν, σε αντίθετη φορά π.χ. από αυτή του διανύσματος της επιτάχυνσης του θαλάμου S. Αλλά όμως, τέτοια μετακίνηση των μαζών m1, m2 από την αρχική τους θέση, όπου τοποθετήθηκαν δεν παρατηρείται, και γι’ αυτό το λόγο και το συμπέρασμα (Β.2), απορρίπτεται.
Συνεπώς, μετά από αυτά που αναφέραμε παραπάνω από τις περιπτώσεις (Α.1), (Α.2), (Α.3) και (Β.1), (Β.2), ισχύει μόνο η περίπτωση (Α.3), ήτοι ο παρατηρητής
Ο συμπεραίνει τελικώς, ότι: «Ο θάλαμος μου S, πέφτει ελεύθερα μέσα στο πεδίο βαρύτητας μιας μάζας Μ, η οποία βρίσκεται στο επίπεδο e της καμπύλης (c) και προς το εξωτερικό μέρος της καμπύλης (c)», σχ. 1. Άρα λοιπόν, (ισχυρίζεται ο παρατηρητής Ο) η καμπύλωση (c) της φωτεινής ακτίνας L την οποία παρατηρώ μέσα στο θάλαμο μου S δεν οφείλεται στο γεγονός ότι, το πεδίο βαρύτητας της υποτιθέμενης μάζας M΄ καμπυλώνει την φωτεινή ακτίνα L
(όπως λανθασμένα ισχυρίζεται ο Einstein) αλλά απλούστατα, η καμπύλωση (c) της φωτεινής ακτίνας L, είναι φαινομενική και οφείλεται αποκλειστικά στην ελεύθερη πτώση του θαλάμου μου S, μέσα στο πεδίο βαρύτητας της μάζας Μ. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ Συνεπώς (ισχυρίζεται ο παρατηρητής Ο), οι φωτεινές ακτίνες δεν καμπυλώνονται ποτέ μέσα σε βαρυτικά πεδία (όπως λανθασμένα ισχυρίζεται ο Einstein στη Γενική Θεωρία της Σχετικότητας) αλλά
η καμπύλωση των φωτεινών ακτίνων, η οποία πράγματι υπάρχει μέσα στη φύση, είναι μία «αιθερική διάθλαση» των φωτεινών ακτίνων, οι οποίες διέρχονται μέσα από την αιθερόσφαιρα, η οποία περιβάλλει κάθε ουράνιο σώμα. (Βλέπε, «Η Ηλεκτροβαρυτική Θεωρία» Χ. Α. Τσόλκα). Τελικώς, με βάση το πείραμα του «κλειστού θαλάμου», που αναπτύξαμε παραπάνω και με βάση το συμπέρασμα (Α.3), αποδεικνύεται καταφανέστατα ότι, η «αρχή της ισοδυναμίας» της Γενικής Θεωρίας της Σχετικότητας, είναι
λάθος, ήτοι το φως δεν καμπυλώνεται ποτέ μέσα στο πεδίο βαρύτητας της μάζας Μ. ΟΙ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΙ Στο πείραμα του «κλειστού θαλάμου» ο παρατηρητής Ο, αφού συμπέρανε ότι, ο θάλαμος του S, πέφτει ελεύθερα μέσα στο πεδίο βαρύτητας μιας μάζας Μ, το πρόβλημά του είναι τώρα το εξής: Προς ποια κατεύθυνση, ως προς το σύστημα αναφοράς του S, βρίσκεται η μάζα Μ και πόση είναι η ένταση g του πεδίου
βαρύτητας της μάζας αυτής Μ; Ο παρατηρητής Ο, προκειμένου να λύσει το παραπάνω πρόβλημα, ενεργεί ως εξής: Τοποθετεί στο κέντρο Ο1 του θαλάμου S σχ. 2 μια φωτεινή πηγή Lo, η οποία εκπέμπει ακτινωτά, φωτεινές ακτίνες π.χ. τις L1, L2, L3,...L36 ήτοι, υπό στερεά γωνία (Σημείωση: Η μέθοδος αυτή ονομάζεται «μέθοδος του φωτεινού αχινού). Επειδή τώρα, η καμπύλωση των φωτεινών ακτίνων, (όπως αναφέραμε στα προηγούμενα) δεν οφείλεται στο βαρύτικο πεδίο της μάζας Μ αλλά η καμπύλωση αυτή, οφείλεται αποκλειστικά στην κίνηση της ελεύθερης πτώσης του θαλάμου S, μέσα στο πεδίο βαρύτητας της μάζας Μ, αυτό σημαίνει ότι, οι φωτεινές ακτίνες L1, L2, L3,...L36
θα καμπυλωθούν και θα μας δώσουν τις αντίστοιχες καμπυλωμένες φωτεινές ακτίνες , όπως φαίνεται στο σχ. 2. |
|
| | |
| | | σχ. 2 Συνεπώς, η ευθεία η οποία διέρχεται από το κέντρο Ο1 του θαλάμου S όπου, οι φωτεινές ακτίνες π.χ. οι L1, L1΄ και L5, L5΄ συμπίπτουν (δηλ. η ευθεία ff ΄) μας δίδουν
την ευθεία γραμμή στην οποία κινείται το κέντρο Ο1 του θαλάμου S κατά την ελεύθερη πτώση του, μέσα στο πεδίο βαρύτητας της μάζας Μ. Προφανώς, η φορά πτώσης ε του θαλάμου S είναι, προς το εξωτερικό μέρος των καμπυλών και , όπου η ευθεία είναι κάθετος στην ευθεία ff΄. Άρα λοιπόν, ο παρατηρητής Ο γνωρίζει τώρα, μέσα στο θάλαμο S (όπου είναι κλεισμένος δηλ. στο σύστημα αναφοράς του S), προς ποια
κατεύθυνση βρίσκεται η μάζα Μ, καθώς επίσης γνωρίζει και τη φορά ε προς την οποία εκτελεί ελεύθερη πτώση ο θάλαμός του S. Κατόπιν στην ευθεία η οποία είναι κάθετος προς την ευθεία ff΄ της τροχιάς της ελεύθερης πτώσης του θαλάμου του, ο παρατηρητής Ο, έχει: |
| | | και |
| |
| | | όπου c είναι η ταχύτητα του φωτός και t΄ είναι ο χρόνος που έκανε η φωτεινή ακτίνα L7΄ να φθάσει από το κέντρο Ο1
μέχρι στο σημείο Β1. Από τις σχέσεις (1) και (2), έχουμε: |
| | | | | | | | | | | Στη σχέση (3), ο παρατηρητής Ο, μετρώντας τις αποστάσεις (Α1Β1) και (Ο1Α1), υπολογίζει αμέσως την ένταση g του πεδίου βαρύτητας της μάζας Μ, μέσα στο οποίο, εκτελεί ελεύθερη πτώση ο θάλαμος του S. Ο παρατηρητής Ο, είναι επίσης εφοδιασμένος με ένα χρονόμετρο Τ
και εκ των προτέρων γνωρίζει τη μάζα m του θαλάμου του S. Έτσι λοιπόν, όταν έλαβε το σήμα από τον αδρανειακό παρατηρητή Ο΄ σημείωσε στο χρονόμετρό του Τ την ένδειξη t = 0. Μετά λοιπόν από ένα χρόνο t από τη στιγμή της λήψης του σήματος από τον αδρανειακό παρατηρητή Ο΄, ο παρατηρητής Ο (ο οποίος είναι κλεισμένος μέσα στο θάλαμο S) γνωρίζει τώρα ότι: Ως προς τον αδρανειακό παρατηρητή Ο΄:
1. Η επιτάχυνση γ, με την οποία κινείται ο θάλαμος του S, είναι: | | | | |
| | | 2. Η ταχύτητα υ, με την οποία κινείται ο θάλαμος του S, είναι: |
| | | 3. Το διάστημα S το οποίο διήνυσε ο θάλαμος του S, από την στιγμή (t = 0) της λήψεως του σήματος, είναι:
|
| | | 4. Η δύναμη F, η οποία κινεί το θάλαμο του S, είναι: |
| | | (Το tA
είναι γνωστό, όπως αναφέραμε παραπάνω) 6. Επίσης ο παρατηρητής Ο, γνωρίζει ότι, η μάζα Μ, μέσα στο πεδίο βαρύτητας της οποίας πέφτει ελεύθερα ο θάλαμος του S, είναι: |
| | | ή |
| |
| | | και με βάση τη σχέση (8) η σχέση (9), μας δίδει: |
| | | όπου G = η σταθερά της παγκόσμιας έλξης. 7. Τέλος, παρατηρητής Ο γνωρίζει επίσης τη κινητική ενέργεια Ε του θαλάμου του για κάθε χρονική στιγμή t, η οποία είναι: |
| | | και με βάση τις σχέσεις (6), (8) και (14) η σχέση (13), μας δίδει: |
| | | |
| | | Όπου στις σχέσεις (4), (5), (6), (7), (8), (9), (10), (11), (12), (15) το g είναι γνωστό και δίδεται από τη σχέση (3) καθώς επίσης, γνωστή είναι και η μάζα m του θαλάμου S, και ο χρόνος tA.
Άρα λοιπόν, ο παρατηρητής Ο, (ο οποίος, είναι κλεισμένος μέσα στο θάλαμο του S και χωρίς να έχει καμία επαφή με το εξωτερικό περιβάλλον) γνωρίζει, για κάθε χρονική στιγμή t, ως προς τον αδρανειακό παρατηρητή Ο΄: Τι είδους κίνηση κάνει ο θάλαμος του S, ήτοι την διεύθυνση και φορά της κίνησής του. Εάν υπάρχει ή δεν υπάρχει, κάποια μάζα Μ, έξω από το θάλαμο του S, η οποία
κινεί το θάλαμό του. Τέλος, γνωρίζει την ένταση g του πεδίου βαρύτητας της μάζα Μ, την επιτάχυνση γ με την οποία κινείται, την ταχύτητα υ, το διάστημα S το οποίο διήνυσε ο θάλαμος του S από τη χρονική στιγμή (t = 0) της έναρξης του πειράματος, καθώς επίσης γνωρίζει το ύψος h από το οποίο αφέθηκε ο θάλαμος S, τη δύναμη F η οποία κινεί τον θάλαμο του S, τη μάζα Μ
η οποία έλκει το θάλαμο του S, καθώς επίσης, την κινητική ενέργεια Ε, την ορμή J και τη δυναμική ενέργεια U του θαλάμου του S.
Προφανώς (σύμφωνα με τη Θεωρία της Σχετικότητας), τα παραπάνω συμπεράσματα (a), (b), (c) ο παρατηρητής Ο, ο οποίος είναι κλεισμένος μέσα στο θάλαμο του S (χωρίς να έχει επαφή με το εξωτερικό περιβάλλον), σε καμία απολύτως περίπτωση δεν μπορεί να τα γνωρίζει. Αυτό είναι λοιπόν, το μεγάλο λάθος του
Einstein!!! |
| | | |
| | | ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Ο θάλαμος S
του πειράματος του «κλειστού θαλάμου», είναι ακριβώς ο ίδιος (π.χ. σε μέγεθος) με το θάλαμο που χρησιμοποιεί ο Einstein στα γνωστά του «νοητικά» πειράματα στη Γενική Θεωρία της Σχετικότητας (π.χ. το πείραμα με το «ασανσέρ», κ.λ.π.), προκειμένου να «αποδείξει» (όπως ισχυρίζεται) την ισοδυναμία μεταξύ της αδρανειακής και βαρυτικής μάζας ενός σώματος, καθώς επίσης και την καμπύλωση του φωτός, μέσα σε βαρυτικά πεδία. Απλώς, μέσα στο θάλαμο που χρησιμοποιεί ο Einstein στα γνωστά του «νοητικά»
πειράματα στη Γενική Θεωρία της Σχετικότητας, υπάρχουν τώρα το γυροσκόπιο G, οι δύο μάζες m1 και m2, κ.λ.π. |
|